- αναπαημός
- οβλ. αναπαμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπαμός — και αναπαημός, ο 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ησυχία 3. θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπαμός < αναπαύω. Ο τ. αναπαημός < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι] … Dictionary of Greek